ἀρεταῖς

ἀρεταῖς
ἀρετή
goodness
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρεταῖς — Ἀρετή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • добродѣль — ДОБРОДѢЛ|Ь (3*), И с. Благодеяние: сице ѹбо дивь||номѹ имѹщѹ. и въ таковыхъ. добродѣлѣхъ [вторе ѣ исправлено из ь] проси˫авъшю. (ἀρεταῖς) ЖФСт XII, 55–55 об.; Слово и добродель подобаеть ч(с)тьнѣишю имѣти. КР 1284, 165б; и часто ропщеть. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • добродѣтелиѥ — ДОБРОДѢТЕЛИ|Ѥ (29), ˫А с. То же, что добродѣтель1 в 1 знач.: ѿ нихъ же бѣ пьрвыи. иѡсифъ добрыи. иже по ѥстьствѹ. и по изволѥнию братъ. иже добродѣтелиѥмь. и въ селѹньскѣи цр҃кви предъстатель бы(с). (διὰ τὴν άρετήν) ЖФСт XII, 52; си же сѹть дѣла… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονίς — ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α) (θηλ. τού ἡγεμών) 1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.) 2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῑς ἀρεταῑς», Πλούτ.) αρχ. συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ. β. «τὴν ψυχρότητα τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • υπερανέρχομαι — ΜΑ [ἀνέρχομαι] υπερβαίνω, υπερτερώ («τὴν πασῶν πάσαις ἀρεταῑς ὑπερανελθοῡσαν», Φώτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”